Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΑΙΝΙ

Η θεώρηση του βιβλίου στις Σκέψεις του Montaigne
της Ευτυχίας Νικολακοπούλου
Δρ Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας

Γνήσιο τέκνο του γαλλικού ουμα­νισμού ο Michel de Montaigne (1533-1592) έγραψε τις σκέψεις του, σε Δοκίμια (1580)[1] που αποτυπώθηκαν σε τρία βιβλία. Αρχικά, ήταν οπαδός του στωικισμού[2], έπειτα στράφηκε στον σκεπτικισμό που τον οδήγησε στην αμφιβολία με την διάσημη λέξη:« Τι ξέρω;» και τελικά, δημιούργησε μια φιλοσοφία που συνίστατο στην ακολουθία της φύσης, στην απόλαυση της ζωής με την αποφυγή των άκρων, και την καλλιέργεια του εαυτού μας. Έλεγε: « Να γίνουμε καλοί και σωστοί άνθρωποι ». Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα έργο που παρουσιαζόταν σαν μια ελεύθερη και οικεία ομιλία, χωρίς δυναμική σύνθεση και του οποίου το ζωντανό και μεταφορικό ύφος, ήταν πάντα στην υπηρεσία της διανόησης. Τα Δοκίμια είναι βασικά βιβλία της Γαλλικής σκέψης και μάλιστα της δυτικής, επειδή επικύρωναν τα δικαιώματα της ατομικής συνείδησης ως προς την κοινωνία, δημιουργούσαν δηλαδή τον σύγχρονο ατομικισμό, και μάλιστα όταν ακριβώς η χριστιανική παράδοση και η αρχαία σκέψη βρίσκονταν αντιμέτωπες με την Ανακάλυψη του νέου Κόσμου, και διατύπωναν τις ανθρωπιστικές αρχές που ήταν η τιμή της Ευρώπης: δικαιοσύνη, ελευθερία, σεβασμός του ανθρώπου, δικαίωμα στην ευτυχία. Αξιοποιούσαν δε, την κριτική στάση που τους εξασφάλιζε αυτή την πρόοδο.«Ο μόνος τρόπος για να γίνουμε καλλιεργημένοι άνθρωποι, είναι η ανάγνωση», έλεγε ο Montaigne. Πίστευε πως “τίποτε δεν μπορεί να την αντικαταστήσει”: ούτε το μάθημα, ούτε οι προβολές, ούτε και το ίδιο εκπαιδευτικό δυναμικό. Για το γάλλο φιλόσοφο, η εικόνα μπορεί να είναι πολύτιμη, επειδή εικονογραφεί το γραπτό κείμενο. Δεν μας επιτρέπει όμως διόλου την διαμόρφωση γενικών ιδεών. Η ταινία, όπως ο διάλογος εκτυλίσσεται και χάνεται, και είναι δύσκολο ακόμη και αδύνατο, να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο για να τη συμβουλευτούμε. Επομένως, το βιβλίο παραμένει ένας καλός σύμβουλος και σύντροφος. Η γνώμη του ήταν πως η ανάγνωση εξασφαλίζει την ευτυχία του άνθρώπου, την ευχαρίστηση από την ανακάλυψη εκπληκτικών ομοιοτήτων ανάμεσα σε παλιούς και καινούργιους κόσμους. Διαβάζουμε, έλεγε για να ξεπεράσουμε τη ζωή μας και να καταλάβουμε εκείνη των άλλων. Το βιβλίο είναι το μόνο μέσον για να γνωρίσουμε και άλλες εποχές και το καλύτερο μέσο για να κατανοήσουμε και άλλα κοινωνικά στρώματα στα οποία δεν ανήκουμε. Επιπλέον, μέσα στο βιβλίο βλέπουμε την ιστορία. Και αναφέρει: “Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω τον άνθρωπο ντυμένο ασπρόμαυρα, με μεταξωτές κάλτσες, το καλοκαίρι όπως και τον χειμώνα. Παρόντα. Στο χώρο και στην εποχή του. Γνωρίζει ότι βρίσκεται εκεί, σε αυτό τον αιώνα. Αυτό τον τόσο "αλλοιωμένο και ανίδεο» αιώνα. Τον τόσο "ξέχειλο» από ατάλαντες συγγραφές. Αυτόν τον αιώνα του αστικού πολέμου και της πανώλης. Έτσι είναι”. Αλλού, παραλληλίζει το βιβλίο με ένα μικρό και άβγαλτο παιδί, προφανώς τον μελλοντικό αναγνώστη που δεν θα γνωρίζει την γλώσσα της εποχής του:“Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω το παιδί. Το παιδί δεν μιλάει ακόμα τη γλώσσα αυτού του αιώνα. Ένας επιστήμονας που έρχεται από τη Γερμανία απευθύνεται στο παιδί στα λατινικά. Τη γλώσσα ενός "άλλου τόπου, μιας άλλης εποχής. Τη γραπτή γλώσσα μέσα στα βιβλία. Το παιδί καταλαβαίνει ότι το αλλού είναι το εδώ, ότι το άλλοτε είναι επίσης το τώρα ”.
Εξ άλλου, σκέπτεται λέγοντας ότι το βιβλίο που ανοίγει δεν είναι το μοναδικό:“Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω άλλα βιβλία. Οι στοίβες, σε "πέντε επίπεδα”, παντρεύονται την καμπή του πύργου. Ο " άνθρωπος άφησε το τραπέζι του και βαδίζει, με τα μάτια στραμμένα στο ταβάνι, όπου είναι χαραγμένα στα λατινικά πάνω από τριάντα τέσσερα γνωμικά. Αλλά το βλέμμα του προσκολλάται σε αυτό το δοκάρι, στο κέντρο του δωματίου, όπου σχηματίζεται μια φαρδιά κορδέλα που τυλίγεται σαν τρυπάνι και τρέχει σαν ποτάμι: "Σκέπτομαι», μπορούμε να διαβάσουμε στο κέντρο: σκέφτομαι, αμφιβάλλω, σκέφτομαι. Στα τριάντα οκτώ χρόνια, την παραμονή των καλενδών[3] του Μάρτη, ο "άνθρωπος έδωσε ένα σκοπό στο να κτίσει για τον εαυτό του μέσα στη μοναξιά, μια φιλήδονη και λεπτή ζωή». O γάλλος φιλόσοφος δεν αμφιβάλλει επίσης ότι το βιβλίο μας μεταφέρει και μας ταξιδεύει μακριά. Μας περιγράφει και μας ζωγραφίζει τα τοπία, τα κάστρα, τη φύση σε σύντομο χρόνο. Ταξιδεύει δηλαδή τη φαντασία μας:“Ανοίγω το βιβλίο, μας λέει, και βλέπω τον ουρανό από το παράθυρο. Γνωρίζω τη γλυκύτητα αυτού του ουρανού της Γουιάνας, την άνοιξη. Γύρω από το κάστρο, των δέντρων, των αμπελιών, των αγρών. Λίγοι λόφοι. Ευρύς ορίζοντας. Iδανικός για "να περιγραφεί η μετάβαση» του χρόνου στη σκέψη. Ο άνθρωπος κατάλαβε ότι δεν θα κατείχε ποτέ κάτι άλλο από αυτή τη μικρή ποσότητα[..] αυτό το μικρό κομμάτι του χρόνου”. Επομένως πρόκειται για μια ατέρμονη κίνηση παρά για τη στατικότητα του αναγνώστη της βιβλιοθήκης: Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω το δρόμο. Ο συγγραφέας είναι πάνω στο άλογο. Πάντα ντυμένος ασπρόμαυρα. Κατευθύνεται προς την Ιταλία. Ο άνθρωπος της βιβλιοθήκης αγαπάει επίσης την κίνηση. Και διερωτάται: “Ο κόσμος δε είναι στην πραγματικότητα, παρά μια αιώνια αιώρα" ? Παραλληλίζει τον αναγνώστη με τον ταξιδιώτη, προφανώς για να δείξει τη δύναμη του βιβλίου που του δίνει την αίσθηση ότι μετακινείται. Διεισδύει ακόμα πιο βαθιά στην ποικιλία που μπορεί να μας προσφέρει ξεχωριστά κάθε βιβλίο: “Ο ταξιδιώτης δεν χαράσσει καμία σίγουρη γραμμή, ούτε ευθεία ούτε καμπύλη. Ούτε μεγάλες ελπίδες, βαδίζει για να βαδίσει, στους δρόμους, όπως στα βιβλία. Ευχαρίστηση της ποικιλίας”. Αλλά εξυμνεί και στην ευχαρίστηση της ανάγνωσης και την ελευθερία που μας παρέχει λέγοντας: ”Ανοίγω το βιβλίο και απολαμβάνω το ταξίδι. Απολαμβάνω το εξαίσιο φρούτο μιας "ελευθερίας" ενασκούμενης "καθημερινά". Για το φιλόσοφο υπάρχει μια μόνο συνταγή : "Να ξέρει κανείς να ανήκει στον εαυτό του". Μια μόνο τελειότητα : “ Να απολαμβάνει νόμιμα την ύπαρξή του. Να αποφεύγει τη λύπη σαν την πανούκλα και να ζει μόνο με την "παρουσία υγιών και χαρούμενων ανθρώπων". Και συμπεραίνει ότι "Τίποτε πιο ευχάριστο, πιο εύθυμο, πιο φαιδρό από το βιβλίο. Άραγε οι αναγνώστες το γνωρίζουν αυτό; Έχουν ποτέ νοιώσει την χαρά της ανάγνωσης; Τη συγκίνηση της περιήγησης ακόμα κι αν είναι στο δωμάτιό τους λίγο πριν τη νύχτα; Ακόμη και μέσα στο σκοτάδι κάτω από το φως μιας αχνής λάμπας;


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Montaigne, Les Essais, I,II,III, Paris, Gallimard, 1960.






[1] Αρχικά, επρόκειτο για απλές σημειώσεις στο περιθώριο των αναγνώσεών του
[2] Ο στωικισμός ήταν φιλοσοφία που αψηφούσε τον πόνο και το θάνατο.
[3] Καλένδες λέγονται οι πρώτη μέρα του μήνα την εποχή των Ρωμαίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: